περιοφθάλμιος

περιοφθάλμιος
-α, -ο / περιοφθάλμιος, -ον, ΝΜΑ [περιόφθαλμος]
αυτός που βρίσκεται γύρω από τον οφθαλμό (α. «περιοφθάλμια χώρα» β. «χήμωσίς ἐστιν ἔπαρμα τοῡ περιοφθαλμίου ὑμένος», Γαλ.)
νεοελλ.
φρ. «περιοφθάλμια περιτονία» — έλυτρο συνδετικού ιστού που περιβάλλει τον βολβό τού ματιού και διευκολύνει την ολίσθηση επάνω στο περιοφθάλμιο λίπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιοφθαλμίου — περιοφθάλμιος round the eye masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιόφθαλμος — (periophtalmus). Γένος ψαριών που ζει στις θερμές θάλασσες της Αφρικής, της Ασίας και της Αυστραλίας. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι τα μάτια τους, που εξέχουν πολύ και περιστρέφονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Όταν, μετά από πλημμύρα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”