- περιοφθάλμιος
- -α, -ο / περιοφθάλμιος, -ον, ΝΜΑ [περιόφθαλμος]αυτός που βρίσκεται γύρω από τον οφθαλμό (α. «περιοφθάλμια χώρα» β. «χήμωσίς ἐστιν ἔπαρμα τοῡ περιοφθαλμίου ὑμένος», Γαλ.)νεοελλ.φρ. «περιοφθάλμια περιτονία» — έλυτρο συνδετικού ιστού που περιβάλλει τον βολβό τού ματιού και διευκολύνει την ολίσθηση επάνω στο περιοφθάλμιο λίπος.
Dictionary of Greek. 2013.